χειροτονήσω

χειροτονήσω
χειροτονέω
stretch out the hand
aor subj act 1st sg
χειροτονέω
stretch out the hand
fut ind act 1st sg
χειροτονέω
stretch out the hand
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χειροτονώ — και χειροτονάω χειροτόνησα, χειροτονήθηκα, χειροτονημένος 1. προχειρίζω λαϊκό σε διάκονο ή κληρικό σε ανώτερο βαθμό. 2. ξυλοκοπώ: Αν σε πιάσω, θα σε χειροτονήσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”